- ἰδιοθηρίας
- ἰδιοθηρίᾱς , ἰδιοθηρίαfem acc plἰδιοθηρίᾱς , ἰδιοθηρίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιοθηρία — ἰδιοθηρία, ἡ (Α) το να κυνηγά κάποιος στα κτήματά του και για δικό του όφελος («τέχνης οἰκειωτικῆς, θηρευτικῆς... ἰδιοθηρίας», Πλάτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + θηρία ( θηρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ανθρωπο θηρία, ιχθυο θηρία] … Dictionary of Greek